- σιδηρόδεση
- η, Νβλ. σιδερόδεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδερόδεση — και σιδηρόδεση, η, Ν [σιδεροδένω] 1. σύνδεση λίθινων ή ξύλινων τεμαχίων με σιδερένια ελάσματα, ενίσχυση κατασκευής με σιδερένια ελάσματα 2. συνεκδ. κάθε τεμάχιο σιδήρου το οποίο χρησιμεύει για την σύνδεση δύο τμημάτων ενός αντικειμένου,… … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek